κακοδιοίκητος

κακοδιοίκητος
-η, -ο
1. (για χώρες, δήμους, επιχειρήσεις, νοικοκυριά κ.λπ.) αυτός που διοικείται με κακό τρόπο
2. αυτός που διοικείται δύσκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοδιοικώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κακοδιοίκητος — η, ο αυτός που διοικείται κακώς ή αυτός που δύσκολα τον κυβερνά κάποιος: Κακοδιοίκητος λαός είναι οι κάτοικοι της χώρας αυτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακόνομος — η, ο (Α κακόνομος, ον) αυτός που διοικείται με κακούς νόμους, κακοδιοίκητος, κακοκυβέρνητος («κακονομώτατοι ἦσαν σχεδὸν πάντων Ἑλλήνων», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νόμος (< νόμος), πρβλ. αυτό νομος, χρυσό νομος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”